-
1 стекло
-а, πλθ. стёкла, -кол, -клам ουδ.1. γυαλί, ύαλος•производство -кла η παραγωγή γυαλιού•
стекло лампы το γυαλί της λάμπας.
2. τζάμι, γυαλί, υαλοπίνακας•оконное стекло το τζάμι του παραθυριού.
3. αθρσ. τα γυαλικά, τα γυάλινα σκεύη.εκφρ.зажигательное стекло – συγκλίνων ή συγκεντρωτικός φακός•увеличительное стекло – μεγεθυντικός φακός. -
2 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
3 стекло
стеклос τό γυαλί, ἡ ὕαλος:оконное \стекло τό τζάμι· зеркальное \стекло τό γυαλί τοῦ καθρέπτη· увеличительное \стекло ὁ μεγεθυντικός φακός· стекла (очков) τά γυαλιά.